Ephéméride éclectique d'une librocubiculariste glossophile et mélomane.
23 Novembre 2024
Feuilles de fer-blanc rouillé
pour la faible cervelle qui a vu la fin :
les rares lueurs.
Feuilles qui tourbillonnent avec les mouettes
furieuses de l'hiver.
Comme un sein se délivre
les danseurs sont devenus des arbres
une grande forêt d'arbres nus.
Les algues blanches brûlent.
Vieilles qui émergent sans paupières
formes qui dansaient jadis
flammes pétrifiées.
La neige a couvert le monde.
Mes compagnons m'avaient rendu fou
avec leurs sextants boussoles théodolites
les télescopes agrandissant les choses —
elles devraient rester loin.
Où nous mèneront de tels chemins ?
Mais le jour commencé alors
n'est pas encore éteint peut-être
auprès d'un feu dans les ravins telle une rose
et d'une mer aérienne aux pieds de Dieu.
Tu as dit voilà des années : «Avec moi
Au fond c'est une question de lumière».
Aujourd'hui encore quand tu t'appuies
aux larges épaules du sommeil
à l'heure où l'on te plonge
dans le sein endormi de la mer
tu rôdes aux recoins
où la noirceur usée s'efface
tu cherches à tâtons la lance
destinée à percer ton cœur
et l'ouvrir à la lumière.
Quel fleuve boueux nous a pris ?
Nous sommes restés au fond.
Le courant roule par dessus nos têtes
courbant d'inintelligibles roseaux ;
les voix sous le châtaignier
sont changées en pierres
que les enfants jettent.
Un léger souffle et un autre, bourrasque
alors que tu poses le livre
et déchires de vieux papiers inutiles
ou te penches pour observer dans le pré
le galop arrogant des centaures,
ou des amazones impubères suant
dans tous les sillons de leur corps
qui s'affrontent au saut, à la lutte.
Bourrasques de résurrection à l'aube
où tu crus voir se lever le soleil.
C'est la flamme qui guérit la flamme
non les instants goutte à goutte
mais un éclat, soudain ;
comme le désir à l'autre désir se mêle
et ils restent arrimés
ou comme
la musique et son rythme
qui demeure au centre, statue
immuable.
Ce souffle n'est guère passage
mais barre que tient la foudre.
Α΄
Φύλλα από σκουριασμένο τενεκέ
για το φτωχό μυαλό που είδε το τέλος·
τα λιγοστά λαμπυρίσματα.
Φύλλα που στροβιλίζουνται με γλάρους
αγριεμένους με το χειμώνα
Όπως ελευθερώνεται ένα στήθος
οι χορευτές έγιναν δέντρα
ένα μεγάλο δάσος γυμνωμένα δέντρα.
Καίγουνται τ’ άσπρα φύκια
Γραίες αναδυόμενες χωρίς βλέφαρα
σχήματα που άλλοτε χορεύαν
μαρμαρωμένες φλόγες.
Το χιόνι σκέπασε τον κόσμο.
Οι σύντροφοι μ’ είχαν τρελάνει
με θεοδόλιχους εξάντες πετροκαλαμήθρες
και τηλεσκόπια που μεγαλώναν πράγματα—
καλύτερα να μέναν μακριά.
Πού θα μας φέρουν τέτοιοι δρόμοι;
Όμως η μέρα εκείνη που άρχισε
μπορεί δεν έσβησε ακόμη
με μια φωτιά σ’ ένα φαράγγι σαν τριαντάφυλλο
και μια θάλασσα ανάερη στα πόδια του Θεού.
Δ΄
Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός».
* Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν
στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως.
Ε΄
Ποιός βουρκωμένος ποταμός μάς πήρε;
Μείναμε στο βυθό.
Τρέχει το ρέμα πάνω απ’ το κεφάλι μας
λυγίζει τ’ άναρθρα καλάμια·
οι φωνές
κάτω απ’ την καστανιά γίναν χαλίκια
και τα πετάνε τα παιδιά.
ΣΤ΄
Μικρή πνοή κι άλλη πνοή, σπιλιάδα
καθώς αφήνεις το βιβλίο
και σκίζεις άχρηστα χαρτιά των περασμένων
ή σκύβεις να κοιτάξεις στο λιβάδι
αγέρωχους κενταύρους που καλπάζουν
ή άγουρες αμαζόνες ιδρωμένες
σ’ όλα τ’ αυλάκια του κορμιού
που έχουν αγώνα το άλμα και την πάλη.
Αναστάσιμες σπιλιάδες μιαν αυγή
που νόμισες πως βγήκε ο ήλιος.
Τη φλόγα
τη γιατρεύει η φλόγα όχι με των στιγμών το στάλαγμα
αλλά μια λάμψη, μονομιάς
· όπως ο πόθος που έσμιξε τον άλλο πόθο
κι απόμειναν καθηλωμένοι
ή όπως
ρυθμός της μουσικής που μένει
εκεί στο κέντρο σαν άγαλμα
αμετάθετος.
Δεν είναι πέρασμα τούτη η ανάσα
οιακισμός κεραυνού.
Ephéméride éclectique d'une librocubiculariste glossophile et mélomane