Overblog
Editer l'article Suivre ce blog Administration + Créer mon blog

Ephéméride éclectique d'une librocubiculariste glossophile et mélomane.

Sur un soleil d'hiver - G. Séféris - traduction de M. Volkovitch

Igoumenidis Vassilieos - Arbres enneigés

Igoumenidis Vassilieos - Arbres enneigés

 

SUR UN SOLEIL D'HIVER

 

I

 

Feuilles de fer-blanc rouillé

pour la faible cervelle qui a vu la fin :

les rares lueurs.

Feuilles qui tourbillonnent avec les mouettes

furieuses de l'hiver.

 

Comme un sein se délivre

les danseurs sont devenus des arbres

une grande forêt d'arbres nus.


 

II

 

Les algues blanches brûlent.

Vieilles qui émergent sans paupières

formes qui dansaient jadis

flammes pétrifiées.

La neige a couvert le monde.


 

III

 

Mes compagnons m'avaient rendu fou

avec leurs sextants boussoles théodolites

les télescopes agrandissant les choses —

elles devraient rester loin.

Où nous mèneront de tels chemins ?

Mais le jour commencé alors

n'est pas encore éteint peut-être

auprès d'un feu dans les ravins telle une rose

et d'une mer aérienne aux pieds de Dieu.


 

IV

 

Tu as dit voilà des années : «Avec moi

Au fond c'est une question de lumière».

Aujourd'hui encore quand tu t'appuies

aux larges épaules du sommeil

à l'heure où l'on te plonge

dans le sein endormi de la mer

tu rôdes aux recoins

où la noirceur usée s'efface

tu cherches à tâtons la lance

destinée à percer ton cœur

et l'ouvrir à la lumière.


 

V

 

Quel fleuve boueux nous a pris ?

Nous sommes restés au fond.

Le courant roule par dessus nos têtes

courbant d'inintelligibles roseaux ;

 

les voix sous le châtaignier

sont changées en pierres

que les enfants jettent.


 

VI

 

Un léger souffle et un autre, bourrasque

alors que tu poses le livre

et déchires de vieux papiers inutiles

ou te penches pour observer dans le pré

le galop arrogant des centaures,

ou des amazones impubères suant

dans tous les sillons de leur corps

qui s'affrontent au saut, à la lutte.

 

Bourrasques de résurrection à l'aube

où tu crus voir se lever le soleil.


 

VII

 

C'est la flamme qui guérit la flamme

non les instants goutte à goutte

mais un éclat, soudain ;

comme le désir à l'autre désir se mêle

et ils restent arrimés

ou comme

la musique et son rythme

qui demeure au centre, statue

 

immuable.

 

Ce souffle n'est guère passage

mais barre que tient la foudre.

 

Traduction de Michel Volkovitch

Α΄

Φύλλα από σκουριασμένο τενεκέ

για το φτωχό μυαλό που είδε το τέλος·

τα λιγοστά λαμπυρίσματα.

Φύλλα που στροβιλίζουνται με γλάρους

αγριεμένους με το χειμώνα

 

Όπως ελευθερώνεται ένα στήθος

οι χορευτές έγιναν δέντρα

ένα μεγάλο δάσος γυμνωμένα δέντρα.

 

Β΄

Καίγουνται τ’ άσπρα φύκια

Γραίες αναδυόμενες χωρίς βλέφαρα

σχήματα που άλλοτε χορεύαν

μαρμαρωμένες φλόγες.

Το χιόνι σκέπασε τον κόσμο.

 

Γ΄

Οι σύντροφοι μ’ είχαν τρελάνει

με θεοδόλιχους εξάντες πετροκαλαμήθρες

και τηλεσκόπια που μεγαλώναν πράγματα—

καλύτερα να μέναν μακριά.

Πού θα μας φέρουν τέτοιοι δρόμοι;

Όμως η μέρα εκείνη που άρχισε

μπορεί δεν έσβησε ακόμη

με μια φωτιά σ’ ένα φαράγγι σαν τριαντάφυλλο

και μια θάλασσα ανάερη στα πόδια του Θεού.

 

Δ΄

Είπες εδώ και χρόνια:

«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός».

* Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς

στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου

ακόμη κι όταν σε ποντίζουν

στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου

ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο

έχει τριφτεί και δεν αντέχει

αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη

την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου

για να την ανοίξει στο φως.

 

Ε΄

Ποιός βουρκωμένος ποταμός μάς πήρε;

Μείναμε στο βυθό.

Τρέχει το ρέμα πάνω απ’ το κεφάλι μας

λυγίζει τ’ άναρθρα καλάμια·

οι φωνές

κάτω απ’ την καστανιά γίναν χαλίκια

και τα πετάνε τα παιδιά.

 

ΣΤ΄

Μικρή πνοή κι άλλη πνοή, σπιλιάδα

καθώς αφήνεις το βιβλίο

και σκίζεις άχρηστα χαρτιά των περασμένων

ή σκύβεις να κοιτάξεις στο λιβάδι

αγέρωχους κενταύρους που καλπάζουν

ή άγουρες αμαζόνες ιδρωμένες

σ’ όλα τ’ αυλάκια του κορμιού

που έχουν αγώνα το άλμα και την πάλη.

Αναστάσιμες σπιλιάδες μιαν αυγή

που νόμισες πως βγήκε ο ήλιος.

 

Ζ΄

Τη φλόγα

τη γιατρεύει η φλόγα όχι με των στιγμών το στάλαγμα

αλλά μια λάμψη, μονομιάς

· όπως ο πόθος που έσμιξε τον άλλο πόθο

κι απόμειναν καθηλωμένοι

ή όπως

ρυθμός της μουσικής που μένει

εκεί στο κέντρο σαν άγαλμα

αμετάθετος.

Δεν είναι πέρασμα τούτη η ανάσα

οιακισμός κεραυνού.

 

Retour à l'accueil
Partager cet article
Repost0
Pour être informé des derniers articles, inscrivez vous :
À propos
une-vie-de-setter

Ephéméride éclectique d'une librocubiculariste glossophile et mélomane

Commenter cet article