Overblog
Editer l'article Suivre ce blog Administration + Créer mon blog

Ephéméride éclectique d'une librocubiculariste glossophile et mélomane.

Κατάσταση Πολιορκίας - Etat de siège

Κατάσταση Πολιορκίας - Etat de siège

Aujourd'hui un texte "Etat de siège" écrit par Rena Hatzidaki (Marina) et mis en musique par M. Theodorakis.

Pour ceux qui comprennent l'italien ici un lien vers un témoignage de Rena Hatzidaki

M. Theodorakis raconte la gestation de cette oeuvre dans son livre autobiographique "La Dette" [Publications Cahiers de la Démocratie, Rome 1972] :

" Marina a écrit un poème insurmontable sur la beauté, le pouvoir et la vérité. Chaque mot, image, sens, est entré dans ma chair. Ils m'ont blessé. Ils m'ont soulagé. Ils m'ont racheté. C'était notre voix. Ce sont mes propres mots - les espoirs - qui sont devenus des "raisins pourris". C'était de la rage. L'amertume. Et pourtant c'était notre force.

J'ai reçu en premier, la première partie. J'ai composé la musique à bout de souffle. Plus tard à Vrachati, ils m'ont envoyé la deuxième et la troisième partie."

Après sa libération en mars 1968, la poètesse a rencontré le compositeur, lui a donné les deuxième et troisième parties du poème, et tous deux ont décidé de changer le titre en "Etat de Siege" et de publier l'œuvre illégalement en Grèce et légalement à l'étranger. Le surnom de «Marina» a été utilisé d'abord pour des raisons de précaution, puis pour des raisons de principe, tant que la dictature militaire existait.

 

Κατάσταση Πολιορκίας

 
     

Ι

Καθώς το παιδί, που σημαδεύεται απ’ την πρώτη γνώση της μοναξιάς,
ο καιρός κι η απαντοχή θα κάνουνε συντρίμμια την καρδιά μου
και θα `χω χάσει για πάντα τους δρόμους, τους δρόμους μου,
σα θα μ’ αφήσουνε να βγω από δω.
Θα γυρίζω γυρεύοντάς σε παντού,
στα ισοπεδωμένα τοπία,
στα κομματάκια εκείνου του καθρέφτη,
στις σπαταλημένες ματιές,
να βρω ξανά το πρόσωπό σου, την καρδιά μου γυρεύοντας

και θα μιλώ και θα μιλώ τη γλώσσα,
που ήταν κάποτε δική μας,
που ήταν κάποτε το μόνο δικό μας που μας είχε απομείνει
μέσα στους ίσκιους των νεκρών χρωμάτων
των νεκρών εικόνων
όταν οι νύχτες μας ήταν απλά επεισόδια
της μεγάλης νύχτας που άρχισε πριν πόσον καιρό;

Πώς να μετρήσω τον καιρό εδώ μέσα,
τις σεληνιακές σου διαλείψεις,
τ’ αστρικά σου πηδήματα.
Πώς να μετρήσω την πορεία μου τεθλασμένη,
την απρόβλεπτη τροχιά της απουσίας σου,
μέσα σε τούτο το αμείλικτο διαστημόπλοιο,
μες στην καρδιά της πόλης που ήταν κάποτε δική μου
και τώρα την διαγουμίζουνε τα τανκς;

Εφτάπυλο το χάος,
στεγανό πολιορκημένο μέσα κι έξω από το φόβο με τα χίλια πρόσωπα.
Οι φωνέςτων ανιάτων κοπάζουν κάθε αράδυ στις πεντέμισι.
Οι σειρήνες λεηλατούν κάθε βράδυ τη σιωπή.
Οι κοιμισμένοι κάθε βράδυ ανεξιχνίαστοι νεκροί.
Και πάλι, πάντα πού είναι τα χέρια σου;
Η φωνή σου πού;
Θ’ αντέξουν και απόψε τα τοιχώματα; Ή θα χιμήξει το σκοτάδι;
Πώς να μετρήσω;

Καθώς η πρώτη γνώση της μοναξιάς
που σημαδεύει έφηβο κιόλας το παιδί
η απουσία σου καρφώθηκε μαχαίρι κατακόρυφο στο χωροχρόνο μου
άνοιξε από παντού ξετρελαμένα στόματα
η ασχήμια, που ενεδρεύει να με κατααροχθίσει,
ο πληγωμένος χρόνος σπαρταράει,
μ’ αφύσικα τινάγματα
η μελλοθάνατη ειμ’ εγώ
Και γύρω μου παντού,
καταμεσίς
κατάστηθα,
στο χάος, στην καρδιά μου,
αιμόσυρτες οι τροχιές
από την αθωότητα στο φόνο,
κι απ’ το φόνο στην τύψη,
στο μοιρολόι κι από κει στον άλλο φόνο.

Να σου τραγουδήσω;

Μα κι η φωνή μου, π’ αγαπούσες, μαχαιρωμένη.
Φύκια των ουρανών μες την αγρύπνια
τα μαλλιά μου, π’ αγαπούσες,
τα χέρια μου πλοκάμια απελπισμένα
κι όπου κι αν ψάξω δε σε βρίσκω πια.
Τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ’ τα σίδερα.
Η ρωμιοσύνη προδομένη, προδοσιά μαχαίρι στην καρδιά.
Το πληγωμένο φως μετά τις δέκα,
οι θόρυβοι ανεξήγητοι, οι ανάσες.
Η δίχως νόημα θυσία,
η πολιορκία,
η απουσία
το τσιγάρο του φρουρού.

Και θα μιλώ τούτη τη γλώσσα

«Πώς άλλαξε αυτό το παιδί, θα λένε οι άλλοι,
κοιτώντας με με το μοναδικό μάτι του τουρίστα Κύκλωπα
ζητώντας να τους μιλήσω για ήρωες
κοιμώντας, οι άλλοι, τις δαιδαλικές νύχτες,
που θα ουρλιάζει από παντού η προδοσία,
σκεπάζοντας τα τανκς, τα αεροπλάνα,
το φόβο,
το βήμα του φρουρού,
τις νύχτες χωρίς εσένα
που θα ουρλιάζει η προδοσία από παντού
που θα ουρλιάζουνε τα συντρίμμια της καρδιάς μου,
τα συντρίμμια σαν τα παιδιά της Ζηνοβίας,
απ’ τα πέρατα της γης και της απόγνωσης.
Γιατί και σένα θα σ’ έχω χάσει
στο κινούμενο σκοτάδι
όπως κι εμένα,
όπως και τον αγώνα,
που θα `ταν δύσκολος, αλλά ωραίος
κι ήρθε να γίνει σαπισμένο σταφύλι,

Χωρίς εσένα, πώς;

Σαν την πρώτη μοναξιά,
που η γνώση της χαράζει για πάντα το παιδί
το σώμα μου θα διαλυθεί
τα κύτταρά μου ένα προς ένα θ’ αποσυνδεθούν,
πάνω σε τούτο το κρεβάτι του Προκρούστη, τον καιρό,
το σώμα μου ηλιακή κηλίδα, θα εκραγεί,
γράφοντας τ’ όνομά σου σ’ όλους τους ουρανούς,
τα κύτταρά μου, ένα προς ένα θα κινήσουν να μπολιάσουν τους ανθρώπους
με την ηλικία της οδύνης,
με το μαβί καπνό του δειλινού πίσω από τα σίδερα.
Θα στείλω τα όνειρά μου να ταράξουν το νοικοκυρεμένο ύπνο τους.
Θα στείλω το φόβο να φωλιάσει στις ανύποπτες καρδιές τους,
κι όταν θα `ρθει η υπάλληλος για καταμέτρηση
«δραπέτευσε», θα πουν οι άλλοι,
παρεξηγώντας τον θάνατό μου.
Και μόνο εσύ θα ξέρεις
μόνο εσύ θα θυμάσαι τα χέρια μου,
το θολό παράπονο του σκυλιού έξω από τη φυλακή,
τις κραυγές των παιδιών πάνω στην ταράτσα
την απόγνωση του κινέζικου πορτρέτου,
τα ελληνικά αινίγματα
τι είν’ αυτό που ανεσαίνει με τα πόδια, και το κατεβάζουνε με κουσέρτα
και μόνο εσύ θα ξέρεις πώς,
πού χάθηκε το κορμί μου,
τι έγιν’ η φωνή μου,
τι η αγρύπνια μου,
τι ήχους έχει ο φόβος
κι η απόγνωση τι πρόσωπα.
«Θεέ μου και τι να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι;»

Μονάχα εσύ θα ξέρεις
εγώ θα μιλώ τούτη τη γλώσσα.

ΙΙ

Μακριά, πολύ μακριά,
ακούγεται η ζωή,

ψηλά πολύ ψηλά λάμπουν τα φώτα
ίσως τα φώτα, που μας έκλεψαν
της πολιτείας που μας έκλεψαν
κι η θύμηση απ’ το τελευταίο λιόγερμα
και τα βουνά, γύρω δικά μας.

Μακριά πολύ μακριά υπάρχεις.
Πρέπει να υπάρχεις,

Σα να μπορώ ν’ αφουγκραστώ το γέλιο σου,
ξανθό, πίσω απ’ τους λεκιασμένους τοίχους.
Κάποτε όλα θα μαθευτούνε
που θ’ αναλιώσει το παγωμένο κέντρο της μνήμης
τώρα, παντού, «η κατάθεσή μου, να θυμάμαι τι είπα στην κατάθεσή μου»
και θα ξανάρθουνε τα χρώματα
ίσως κάποτε που θ’ ανοιχτούν οι πόρτες των τάφων,
των σπιτιών, των φυλακών, των νόμων,
να λογαριάσουμε τους νεκρούς μας,
να μοιραστούμε τα καινούργια μας τραγούδια.
Κάποτε θα μάθεις κι εσύ τα υπόλοιπα
θα θυμηθείς και εσύ

μακριά, πολύ μακριά, είσαι η ζωή,
θα είσαι μακριά
τότε εγώ δε θα υπάρχω,

III

Χρόνος παραμορφώθηκε,
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις,
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.

Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας
πρώτη φορά, τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να `ρθει.

Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω
βγαίνει τ’ όνομά σου
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου,
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως τότε θα `χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ’ όλα τα παιδιά,
να προλάαουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ’ το χάος.

Και πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου,
μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα `χω γράψει τ’ όνομά σου, που φοβόμουνα,
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου ίσως νεκρό
μα πάλi ακέραιο θ’ αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και τη λιόλουστη ζωή.

Στίχοι:  Μαρίνα
Μουσική:  Μίκης Θεοδωράκης
1.    Μαρία Φαραντούρη & Αντώνης Καλογιάννης


État de Siège - Poème (1968)

 

1

Le temps et l'endurance auront brisé mon cœur
Comme l'enfant marqué par la saveur nouvelle de la solitude
et j'aurai à jamais perdu mes propres traces
Lorsque l'on me laissera sortir d'ici -
Errer partout à ta recherche, scruter la similitude des paysages,
les éclats du miroir, les coups d'œil gaspillés -
Retrouver ton visage et les débris de mon souffle

Je ne parlerai plus que cette langue autrefois nôtre
Cette langue qui avait été l'ultime lueur
parmi les ombres des couleurs mortes
des images mortes
Lorsque les nuits n'étaient que fragments de la Nuit des Temps.
Comment mesurer le temps entre ces murs - ses espacements lunaires,
ses bonds astraux

Comment mesurer
le chemin crevassé de mes pas
la trajectoire imprévisible de ton absence
En cet implacable navire spatial au cœur de la ville autrefois nôtre
au cœur de la ville en proie aux tanks

"Comme cette petite a changé", diront les autres
me fixant de leur œil de touriste-Cyclope
Me demandant de leur parler de héros

Les autres - endormis dans les dédales des nuits
où les hurlements de la trahison couvraient les tanks,
les avions, la peur, les pas du gardien -
Endormis
Dans les dédales de ces nuits sans toi.

2

Au loin, si loin
On entend la vie
Dans les hauteurs brûlent les lumières -
peut-être celles qu'ils nous ont volées
et le souvenir de notre dernier crépuscule -
Entourés de nos montagnes

Au loin, si loin, tu existes. Il faut que tu existes.
Comme si je pouvais percevoir ton rire blond
derrière les murs lézardés
Comme le jour où tout se saura
Où se consumera le noyau gelé de la mémoire
- Maintenant et partout le même murmure assourdissant :
"ma déposition - qu'ai-je dit à ma déposition - il faut me rappeler" -

Le jour où tout se saura
et où peut-être renaîtront les couleurs
Le jour où s'ouvriront les portes des tombeaux, des maisons, des prisons
les portes des lois
Le jour où nous compterons nos morts,
où nous nous partagerons les chansons nouvelles
Un jour
tu sauras toi aussi
tout le reste

Tu sauras toi aussi
Au loin, si loin, tu es la vie

Tu seras une lueur au loin
et moi je n'existerai pas.

3

Le temps est dénaturé
Des années défigurées nous attendent
Tu sais où me trouver
moi la peur
moi la mort
moi la mémoire indomptable
le souvenir de ta tendresse
moi la peine de notre vie perdue -

J'assiégerai de toute mon angoisse
leur "occupe-toi de tes affaires"
Leur sommeil volera en éclats
dans un feu d'artifice d'impudeur et d'horreur
Je criblerai de balles les passants indifférents
jusqu'à ce qu'ils commencent à gémir
et à se demander.

Moi on ne pourra pas me tuer
Mais les seuls - sans doute - à comprendre
seront les enfants
Riches de notre héritage
Pour la première fois
Les enfants
à la séculaire mémoire d'acier
déchiffreront - à temps peut-être -
les messages malhabiles de l'avant-dernier naufrage
Ils corrigeront les erreurs, effaceront les mensonges
Donnant à la vie son vrai nom
sans laisser l'âge les égarer en de romantiques anagrammes -
Marqués à jamais par l'éclair
la saveur nouvelle de la solitude -
De la force
que nous avons tellement tardé à connaître

Et si je vogue aujourd'hui. désespérément
à ta recherche, entre les vagues infinies de mon insomnie
Et que chaque ombre de mon souffle murmure ton nom,
Lorsque j'arpenterai les sombres chemins du monde -

conduite par une poignée de comètes égarées
aveuglant le monde des reflets du rire dément de la vieille
qui faisait tinter à nos oreilles les clés de la cellule
Assourdissant le monde des hurlements poussés sur la terrasse
- des cris de ceux que l'on a torturés,
des cris de ceux que l'on torture -
jusqu'à ébranler les tréfonds du monde
en cette langue de mort

Tu auras peut-être alors trouvé ton chemin
dans ton propre labyrinthe
Debout comme un arbre fier
au carrefour du monde
Tous les fleuves désaltérant en secret tes racines
Et tes enfants, avec tous les enfants
arriveront à temps peut-être
pour sauver de l'abîme le temps et la vie
à la dernière seconde.

II ne restera plus rien de moi
je ne serai même plus
l'ombre d'un remords dans leurs yeux
ni ma main effleurant la tienne
Nos paroles ne seront plus que langue morte
Nos paroles - si profondément nôtres

Mais j'aurai inscrit ton nom
sur la neige de tous les précipices
J'aurai traversé les ténèbres jadis effrayantes
jusqu'à l'autre rive
Et mon corps, mort peut-être, mais à nouveau intact
reposera dans ton souvenir
et celui de la vie resplendissante.

© Rena Hadjidakis
Traduction française: © Irène Droit

Retour à l'accueil
Partager cet article
Repost0
Pour être informé des derniers articles, inscrivez vous :
À propos
une-vie-de-setter

Ephéméride éclectique d'une librocubiculariste glossophile et mélomane

Commenter cet article